- ἐναγέα
- ἐναγήςunder a curseneut nom/voc/acc pl (epic ionic)ἐναγήςunder a cursemasc/fem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίδρομος — ο (AM ἐπίδρομος, ον) το αρσ. ως ουσ. το τραπεζοειδούς σχήματος τελευταίο ιστίο στην πρύμνη σκάφους αρχ. 1. εκτεθειμένος σε επιδρομές, ευάλωτος («ἔνθα μάλιστα ἄμβατός ἐστι πόλις και ἐπίδρομον ἔπλετο τεῑχος») 2. εκτεθειμένος στον άνεμο («ἐπίδρομον… … Dictionary of Greek